- ἐναποτίθεται
- ἐν-ἀποτίθημιput awaypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσιδήρωση — η η απομάκρυνση από τον οργανισμό του πλεονάζοντος σιδήρου, που εναποτίθεται σε διάφορα όργανα ύστερα από υπερπροσφορά του στοιχείου … Dictionary of Greek
αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… … Dictionary of Greek
εναπόθεμα — το ό,τι εναποτίθεται, ιδίως η ιλύς που αποθέτουν οι ποταμοί όταν πλημμυρίζουν … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κουβούκλιο — και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ κουβούκλιον και κουβοῡκλιν και κουβικούλιον) κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη νεοελλ. 1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες 2. φρ. «το κουβούκλιο τού Επιταφίου» το θολωτό ιερό… … Dictionary of Greek
μακροσφαιρίνη — η (βιολ. ιατρ.) σφαιρίνη με μεγάλο μοριακό βάρος, που φθάνει σε 1.000.000 περίπου, η οποία εναποτίθεται κατά την ηλεκτροφόρηση στο επίπεδο τών β και γ σφαιρινών … Dictionary of Greek
οστίτης — ο (Α ὀστίτης) ως επίθ. αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ αυτά («οστίτης μυελός» οργανική ουσία που βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα τών οστών) νεοελλ. φρ. «οστίτης ιστός» (ιστολ.) διαφοροποιημένος συνδετικός ιστός που αποτελείται… … Dictionary of Greek
προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… … Dictionary of Greek
σιδηρόφιλος — η, ο, Ν 1. (ανατ. φυσιολ.) α) (για κυτταρικά στοιχεία) αυτός που χρωματίζεται καλά με ενώσεις σιδήρου β) (για κύτταρα ή ιστούς) αυτός στον οποίο εναποτίθεται σίδηρος, όταν υπάρχει υπερπροσφορά τού στοιχείου αυτού 2. φρ. «σιδηρόφιλα στοιχεία» γεωλ … Dictionary of Greek
ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… … Dictionary of Greek